- θιακός
- οθηλ. -ή και -ιά ο κάτοικος της Ιθάκης ή ο καταγόμενος από αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θιακός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Απόστολος. Καταγόταν από την Ιθάκη. Ήταν ναυτικός και ταξίδευε στη Μαύρη θάλασσα, όταν ξέσπασε το κίνημα στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Με κίνδυνο της ζωής του κατόρθωσε να διασώσει τα λείψανα του Ιερού Λόχου. Στην… … Dictionary of Greek
Ιθακήσιος — και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία) ο κάτοικος τής Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιθάκη + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος, καμπ ήσιος)] … Dictionary of Greek
Ιθακήσιος — ο θηλ. ια ο κάτοικος της Ιθάκης ή ο καταγόμενος από αυτή, Θιακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)